
Από εκείνο το Πάσχα όμως θυμάμαι αρκετά. Είχαμε μόλις "πιάσει στεριά", ήταν μεγαλοβδομάδα και ο παππούς μας περίμενε στο λιμάνι. Πάντα περίμενε ο παππούς στο λιμάνι και πάντα έψαχνα να τον βρω από την χαραμάδα της μπουκαπόρτας. Ακόμα ψάχνω να τον βρω ... κάθε φορά. Είχαμε γίνει κολλητά φιλαράκια οι δυό μας τις περιόδους που δεν ταξίδευα ... Με έβαζε να καθήσω στο μαρμάρινο πρεβάζι και καθόταν δίπλα μου σε μια ξύλινη καρέκλα αταίριαστα μικρή για εκείνον. Κοιτούσαμε την θάλασσα και μιλούσαμε με τις ώρες ! Κανένας δεν κατάλαβε ποτέ πως ταιριάξαμε τόσο ... ένας αυστηρός, φωνακλάς και ένα αυθάδικο πιτσιρίκι ... άλλη ιστορία!
Δεν προλάβαμε καλά καλά να ξεκουραστούμε από το 12ώρο -τότε- ταξίδι, μου έβαλαν τα "καλά" μου και ξεκινήσαμε. Εγώ χαρωπά, η ξαδέλφη μου κλαμμένη (πάντα έκλαιγε πρώτη και ... πλήρωνε για όλους και όλα).
"Δεν σέλω, δεν σέλω, δεν σέλω να πάω στην εκκλησία πάλι"
Η απορία στα μάτια μου έντονη... θυμάμαι ακόμα την έκπληξη...
{Στην εκκλησία ;;; Στην εκκλησία πάμε ΜΟΝΟ Κυριακή πρωΐ, ποτέ βράδυ. Και αυτό μόνο όταν είμαστε σε λιμάνι, αλλιώς κάτι ψέλνει ο καπετάνιος. Το ξέρω γιατί αναγκάζει τους ναύτες να τον ακούνε και με αφήνει χωρίς παρέα. }
Την αγκάλιασα, της χάιδεψα τα μαλλιά, την "ηρέμησα" και ας είχαμε την ίδια ηλικία:
"Δεν πάμε στην εκκλησία βρε χαζό ... είναι βράδυ!!! Στου "Maurice" πάμε. Είναι ωραία εκεί, θα δεις. Έχει μουσική, η μαμά πίνει κόκκινα ποτά και όταν δεν έχει πολύ κόσμο σε αφήνουν να ανεβαίνεις στο πιάνο και να τραγουδάς "Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη""