Thursday, July 27, 2006

Σκιες

{Εdward Hopper, Schooner's Bowsprit, 1927}

Επιστροφή.
Κοιτάζω γύρω μου, οι χώροι οικείοι, τα πρόσωπα αγαπημένα -γελαστά, το περιβάλλον γνώριμο. Οι ήχοι, τα αρώματα, οι αισθήσεις - κομμάτι από μένα. Τα ξέρω, μου λείπουν ... Τώρα τα νοιώθω ξένα. Κάνουν φασαρία. Θόρυβος από αισθήσεις, εικόνες και ήχους. Πάντα τον περιμένω, πάντα καταφέρνει τελικά και με εκπλήσει. Είναι έντονος, σαν μουσική σε λάθος ώρα – με ζαλίζει.

Κοιτάζω τον μικρό, είναι 5 τώρα. Το βλέμμα του λέει ότι αισθάνεται τον πανικό μου. 6η αίσθηση;;; Είναι ο μόνος που δεν θα έπρεπε να με ξέρει. Με πλησιάζει δειλά -θα γίνει η σκιά μου τις επόμενες μέρες. Οι σκιές με ενοχλούν. Όλες, εκτός από αυτήν εδώ την μικρή. Αυτή ξέρει όλα τα κόλπα!

Χαμογελάω, "οφείλω" να δείχνω εκεί -και ας ταξιδεύω αλλού. Οι τύψεις παίρνουν τα ηνία μέχρι να καταφέρω να διώξω τον θόρυβο. Οι τύψεις είναι κομμάτι κάθε επιστροφής, σκέψεις "θα έπρεπε" μπροστά σε γελαστά πρόσωπα ... Δεν κρατάνε πολύ. Σε λίγο οι προηγούμενες εικόνες θα γίνουν ξένες και οι αυτές, πάλι "δικές" μου. Θα τις ξαναμάθω γρήγορα, είναι άλλωστε πάντα μαζί μου. Θα παίξω με την σκιά ανέμελα. Θα θυμηθεί και εκείνη. Θα ακούσω τους ήχους, θα νοιώσω τους ανθρώπους. Καινούριες εικόνες, καινούριες αναμνησεις. Θα τις παγιδεύσω πάλι. Θέλω να μου λείπουν.

Επιστροφή -το ίδιο παιχνίδι σε άλλο "σπίτι", με άλλο θόρυβο, χωρίς κοντοστούπικη σκιά...

==========================
Ο καπετάνιος άφησε την θάλασσά "του" και βρήκε λιμάνι σε αυτά που αγαπά. Σε μια στιγμή. Δεν μετάνοιωσε, δεν άλλαξε πορεία. Δεν είδα τύψεις. Οι καπετάνιοι μου φαίνεται ότι έχουν δύναμη. Χαράζουν την ρότα τους, ξέρουν το λιμάνι, φτάνουν πάντα εκεί.

Monday, July 24, 2006

Σκυλίσια μέρα

[Milton Avery, Dog by the Sea]

Πέρασα από τα συνηθισμένα μέρη και τα βρήκα αλλαγμένα.
Κοίταζα στα ταπεινά σημεία της πόλης όπου κανείς δεν θα καταδεχόταν ν αλλάξει κάτι.. Η μνήμη μου επανέρχεται και τα χρώματα ζωηρεύουν.
Σκέφτομαι ότι αυτό παρέμεινε όπως τότε.
Αυτό, το να βλέπω όπως παλιά, μου προκαλεί αναστάτωση.

Μου διηγήθηκαν στο σπίτι παλιές ιστορίες που μας αφορούσαν. Αδικίες συγγενών πεθαμένων.
«Δεν τα ήξερες αυτά! »
Έβαλα τα γέλια. Ο θειος Απόστολος συνωμότης. Μαζί με τον θείο Βασίλη.

Καλά θα ήταν να έψαχνε κάποιος και τα δικά μου ίχνη κάποτε.
Η πιο καλά, το πέρασμα μου να αφήσει μια ζάρα στην άμμο.
Κάποιος που θα περάσει απ’ εκεί να αναπηδήσει.
«Κάποιος ήταν εδώ παλιά»
Θέλει 6η αίσθηση. Αίσθηση σκύλου.

Κάθομαι στο μπαλκόνι του νοσοκομείου.
Κοιτάζω τους λόφους μπροστά.
Είναι κύματα πράσινου πάνω σε πράσινο και όλα μαζί πλακωμένα πάνω σε γαλάζιο.
Πετάω σαν τον σούπερμαν ακολουθώντας πιστά τις καμπύλες του τοπίου.
Τα χέρια μου σφιχτά στο πλάι, τα μάτια μισόκλειστα απ’ τον αέρα, οι κορφές των πεύκων μου χαϊδεύουν ευχάριστα την κοιλιά όπως τις αναστατώνει η ορμητική πτήση.

Monday, July 10, 2006

[Punch and Judy II, Birth & Life & Sex & Deth]

Περπατώντας στον μακρύ δρόμο της πόλης, τα κτήρια δίνουν τη θέση τους το ένα στο άλλο. Απ’ τις γωνίες εμφανίζονται γνωστά πρόσωπα σαν σε βίντεο γκέιμ. Είναι πρόσωπα γνωστών ζωντανών και πεθαμένων. Βαδίζουν μηχανικά σαν κουρδισμένοι. Μερικοί με χαιρετάνε με κούνημα του χεριού. Κοιτάζουν αλλά δεν βλέπουν πραγματικά.. Περνάω από μέσα τους διαλύοντας τους.
Πίσω μου ανασυντίθενται και συνεχίζουν το μονότονο περπάτημα .
Απόψε είμαι καλεσμένος σε πάρτυ. Μου τηλεφώνησαν στο κινητό αλλά είχα κακή σύνδεση. Κάτι με ρωτούσαν για το χωριό. Αλλά ξέρουν, δεν ασχολούμαι με το χωριό.
Είναι αργά για ν’ αλλάξω θα πάω όπως είμαι. Με τα ρούχα που φόραγα στο χθεσινό πάρτυ..
Θα κάνω ένα ντους και θα πλύνω τα μαλλιά μου εκεί που θα πάω.
Βρήκα καθαρές πετσέτες .
Μπήκα σε μια καμπίνα πολυτελείας. Βγαίνοντας βρεγμένος και ανάλαφρος είδα μια κοπέλα. Είχε τελειώσει το μπάνιο της στην διπλανή καμπίνα.
Ήταν πολύ όμορφη.
Με κοίταξε.
Φορούσε ένα κοντό καφέ φουστάνι.
Τίναξε μπροστά τα μακριά μαλλιά της. Έπεσαν σαν χείμαρρος στο πρόσωπό της.
Σκύβοντας για να τα τυλίξει με την πετσέτα, με άφησε να δω μέχρι ψηλά τα όμορφα πόδια της .
Μπήκα στην αίθουσα. Ένα κύμα ζέστης με αγκάλιασε. Όλοι χόρευαν μπροστά από λευκά φώτα. Ήταν πολύ μοντέρνα.
Δεν είχα πολύ χρόνο. Μια αγωνία με κατέλαβε. Ακόμα δεν ήρθα κι έπρεπε να φύγω.
Κάτι δεν είχε πάει καλά. Έφταιγα εγώ.

Sunday, July 02, 2006

όλα θα ρημάξουν


Ξαφνικά πέρασε τρέχοντας από μπροστά μου ένας κοντός, μακρυμάλλης, αγριωπός τύπος .
Ανέβηκε σ’ ένα μικρό ταχύπλοο και χάθηκε στ’ ανοιχτά πλανάροντας μ’ όση ταχύτητα επέτρεπε το κοντό κύμα.
Μετά από λίγη ώρα είδαμε να επιστρέφει το σκάφος, βαρύ και αργό, φορτωμένο μέχρι τα μπούνια.
Σύρθηκε σταματώντας στην άμμο. Μέσα ,ήταν ένας τεράστιος αστακός. Τόσο μεγάλος που ξεχείλιζε απ’ τα πλευρά του σκάφους.
Κουνούσε νωχελικά τις κεραίες του, δεν φαινόταν ανήσυχος.
Πως κατάφερε και τον έπιασε μόνος του ο μαλλιάς;
Πως τον ανέβασε στη βάρκα;
Πως τον διέκρινε μέσα στη θάλασσα κι έφυγε τρέχοντας με το σκάφος;
Ο κόσμος στην ακτή μαζεύτηκε γύρω απ’ το τεράστιο οστρακόδερμο.
Όλοι θελαν να μάθουν πόσο κάνει ένας τόσο μεγάλος αστακός.
Η τιμή θα ήταν καλή για να πουληθεί γρήγορα, πριν χαλάσει απ’ τη ζέστη.
Έπρεπε μόνο να διαπιστωθεί αν είναι θηλυκός ή αρσενικός.
Μπορεί να πουληθεί μόνο ο αρσενικός.
Ο μαλλιάς μ’ ένα σουγιαδάκι έκοψε ένα μικρό καφέ νεύρο στο κεφάλι του αστακού.
Αν έτρεχε αίμα απ’ την ουρά του τότε ήταν θηλυκός και θα τον έριχνε ξανά στο νερό.
Κοιτάξαμε όλοι την ουρά. Κάτι κινήθηκε και έτρεξε λίγο κόκκινο υγρό.
Ακούστηκε ένα επιφώνημα απογοήτευσης απ’ τους συγκεντρωμένους.
Γιατί έρχονται και γεννάνε στη θάλασσά μας αυτοί οι τεράστιοι μαύροι αστακοί;
Κάποτε πήγαιναν να γεννήσουν στη θάλασσα των Σαργασών.